Γ. ΡΙΤΣΟΥ
Πάνω σε τούτη την πεσμένη πόρτα δώσαμε ξανά τον όρκο -
όρκο της νιότης ,της ζωής ,της λευτεριάς,
όρκο του ονείρου και της πράξης.
Κινήσαν οι φωνές τους
Κινήσαν οι φωνές τους
με τους τρελλούς αγέρηδες να σμίξουν
Να παραβγούν στο πάλεμα τους σιδηρόφραχτους
Να πετάξουν πάνω από τις πύλες του Πολυτεχνείου
Να περάσουν τα σύνορα της πρωτεύουσας
και να γιομίσει η Ελλάδα, ΕΛΛΑΔΑ
Οι δικές τους οι φωνές
προτάσσουν το στήθος στα τανκς, στα τεθωρακισμένα
"των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων"
άλλοτε μετουσιώνονται σε κραυγή: Ελευθερία
και άλλοτε σε αίμα: Και πάλιν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α
Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου
Στο Διομήδη Κομνηνό,
ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΒΑΝΗ-ΡΕΝΤΗ
"Μεταξύ των φονευθέντων , είναι ο
Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με
βεβαρυμένον παρελθόν".
Εφημερίδες - από επίσημη ανακοίνωση
Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψώμι στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δέκα επτά
μ'ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί - παιδεία - ελευθερία.
Τάσος Λειβαδίτης - Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
ΤΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
Της Κ. Μητροπούλου
Στο προσκλητήριο ήτανε χιλιάδες,
πλάι στους απόντες έμπαινε σταυρός.
Μετρήθηκαν για σιγουριά οι μανάδες,
κανείς δεν είπε τ’ όνομα « νεκρός »
Στο προσκλητήριο ήτανε παρόντες:
ένας καημός, μια μνήμη κι οι αριθμοί.
Ζούνε ανάμεσά τους κι οι απόντες
για πάντα θα θυμούνται οι ζωντανοί.
Λένα Παππά
Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
1050 ΧΙΛΙΟΚΥΚΛΟΙ
Κωστούλας Μητροπούλου
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και
σώπασαν χιλιάδες.
Γιώργος Σεφέρης «Επί ασπαλάθων ...»
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 του Μάρτη 1971
Μικρός τύμβος (Νικηφόρος Βρεττάκος)
(17 Νοεμβρίου 1973)Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ' αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Σπύρος Κατσίμης
Μας ξάφνιασε η νύχτα
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Από τη συλλογή Οι ρήτορες (Διογένης, 1974).
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
Οι πολιτικοί περιμένουν εξελίξεις
οι αδιάλλακτοι περιμένουν
έστω και την επέμβαση του ΝΑΤΟ
οι ποιητές περιμένουν βραβεία
οι μαγαζάτορες περιμένουν πελάτες
οι γιωταχίδες περιμένουν το Σαββατοκύριακο.
Οι φοιτητές περιμένουν συμπαράσταση.
Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής
Πάνω σε τούτη την πεσμένη πόρτα δώσαμε ξανά τον όρκο -
όρκο της νιότης ,της ζωής ,της λευτεριάς,
όρκο του ονείρου και της πράξης.
Κινήσαν οι φωνές τους
Κινήσαν οι φωνές τους
με τους τρελλούς αγέρηδες να σμίξουν
Να παραβγούν στο πάλεμα τους σιδηρόφραχτους
Να πετάξουν πάνω από τις πύλες του Πολυτεχνείου
Να περάσουν τα σύνορα της πρωτεύουσας
και να γιομίσει η Ελλάδα, ΕΛΛΑΔΑ
Οι δικές τους οι φωνές
προτάσσουν το στήθος στα τανκς, στα τεθωρακισμένα
"των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων"
άλλοτε μετουσιώνονται σε κραυγή: Ελευθερία
και άλλοτε σε αίμα: Και πάλιν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α
Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου
Στο Διομήδη Κομνηνό,
ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΒΑΝΗ-ΡΕΝΤΗ
"Μεταξύ των φονευθέντων , είναι ο
Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με
βεβαρυμένον παρελθόν".
Εφημερίδες - από επίσημη ανακοίνωση
Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψώμι στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δέκα επτά
μ'ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί - παιδεία - ελευθερία.
Τάσος Λειβαδίτης - Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
ΤΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
Της Κ. Μητροπούλου
Στο προσκλητήριο ήτανε χιλιάδες,
πλάι στους απόντες έμπαινε σταυρός.
Μετρήθηκαν για σιγουριά οι μανάδες,
κανείς δεν είπε τ’ όνομα « νεκρός »
Στο προσκλητήριο ήτανε παρόντες:
ένας καημός, μια μνήμη κι οι αριθμοί.
Ζούνε ανάμεσά τους κι οι απόντες
για πάντα θα θυμούνται οι ζωντανοί.
Λένα Παππά
Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
1050 ΧΙΛΙΟΚΥΚΛΟΙ
Κωστούλας Μητροπούλου
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και
σώπασαν χιλιάδες.
Γιώργος Σεφέρης «Επί ασπαλάθων ...»
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 του Μάρτη 1971
Μικρός τύμβος (Νικηφόρος Βρεττάκος)
(17 Νοεμβρίου 1973)Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ' αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Σπύρος Κατσίμης
Μας ξάφνιασε η νύχτα
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Από τη συλλογή Οι ρήτορες (Διογένης, 1974).
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
Οι πολιτικοί περιμένουν εξελίξεις
οι αδιάλλακτοι περιμένουν
έστω και την επέμβαση του ΝΑΤΟ
οι ποιητές περιμένουν βραβεία
οι μαγαζάτορες περιμένουν πελάτες
οι γιωταχίδες περιμένουν το Σαββατοκύριακο.
Οι φοιτητές περιμένουν συμπαράσταση.
Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής