ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι π' αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει
Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα 'χασα κι έπεσα στον χειμώνα
Σαν το καράβι π' άνοιξε τ' άρμενα κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει.
Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι π' αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει
Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα 'χασα κι έπεσα στον χειμώνα
Σαν το καράβι π' άνοιξε τ' άρμενα κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει.
Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
Το μαγισσάκι
η Μάγια
Η Μάγια.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Σούλα Μπιρμπίλη
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά `σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Σούλα Μπιρμπίλη
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά `σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
η ποδηλάτισσα
ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά
ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ
Στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος, «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», 1974.
Άλλες ερμηνείες: Βασίλης Παπακωνσταντίνου || Χαρούλα Αλεξίου.
Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν.
Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος, «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», 1974.
Άλλες ερμηνείες: Βασίλης Παπακωνσταντίνου || Χαρούλα Αλεξίου.
Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν.
Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός.
Η ΜΕΡΑ ΕΚΕΙΝΗ
Η μέρα κείνη δε θ’ αργήσει
που μπρος μου θα σε ξαναδώ
το φως του ήλιου θα ραγίσει
και συ θα τρέχεις προς τα δω
θε να σκορπά το μέτωπό σου
χρυσή βροχή στον ουρανό
και θα `ν’ τ’ ωραίο πρόσωπό σου
κι απ’ το φεγγάρι πιο χλωμό
Κι όταν θα σμίξουν οι καρδιές μας
όλα θα λάμψουνε αλλιώς
και θα χαθεί μες τις σκιές μας
όλος ο κόσμος ο παλιός
Η μέρα κείνη δε θ’ αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί
σε πήρε κάποτε η δύση
σε ξαναφέρνει η ανατολή
Στίχοι: Φώντας Λάδης Μουσική: Μάνος Λοΐζος Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος -- Δήμητρα Γαλάνη
που μπρος μου θα σε ξαναδώ
το φως του ήλιου θα ραγίσει
και συ θα τρέχεις προς τα δω
θε να σκορπά το μέτωπό σου
χρυσή βροχή στον ουρανό
και θα `ν’ τ’ ωραίο πρόσωπό σου
κι απ’ το φεγγάρι πιο χλωμό
Κι όταν θα σμίξουν οι καρδιές μας
όλα θα λάμψουνε αλλιώς
και θα χαθεί μες τις σκιές μας
όλος ο κόσμος ο παλιός
Η μέρα κείνη δε θ’ αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί
σε πήρε κάποτε η δύση
σε ξαναφέρνει η ανατολή
Στίχοι: Φώντας Λάδης Μουσική: Μάνος Λοΐζος Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος -- Δήμητρα Γαλάνη
ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Δίσκος: Τα τραγούδια του δρόμου
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τα πολυβόλα σωπάσαν,
οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν.
Ένας βοριάς παγωμένος
σαρώνει την έρημη γη.
Στρατιώτες έρχονται,
πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
κι εσύ ησυχάζεις,
το δάχτυλο βάζεις,
να δεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι,
μη με ρωτάς.
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι,
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.
Στην πολιτεία βραδιάζει,
το χιόνι τις στέγες σκεπάζει.
Ένα καμιόνι φορτώνει
και κόβει στα δυο τη σιγή.
Περιπολία στους δρόμους
και κάποια φωνή που διατάζει
κι εσύ ησυχάζεις,
το δάχτυλο βάζεις,
να δεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι,
μη με ρωτάς.
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι,
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τα πολυβόλα σωπάσαν,
οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν.
Ένας βοριάς παγωμένος
σαρώνει την έρημη γη.
Στρατιώτες έρχονται,
πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
κι εσύ ησυχάζεις,
το δάχτυλο βάζεις,
να δεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι,
μη με ρωτάς.
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι,
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.
Στην πολιτεία βραδιάζει,
το χιόνι τις στέγες σκεπάζει.
Ένα καμιόνι φορτώνει
και κόβει στα δυο τη σιγή.
Περιπολία στους δρόμους
και κάποια φωνή που διατάζει
κι εσύ ησυχάζεις,
το δάχτυλο βάζεις,
να δεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι,
μη με ρωτάς.
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι,
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΟ
Σχεδόν πενήντα χρόνια
βάσανα και διωγμοί,
τώρα στη μαύρη αρρώστια
ανάξια πλερωμή.
Το δίκιο του αγώνα
πολλά σου στέρησε,
μα η ζωή λεχώνα
ελπίδες γέννησε.
Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή,
τ’ όνειρό σου ανασταίνω
και το κάθε σου "γιατί".
Ποτέ δε λες η μοίρα
πως σε αδίκησε,
μα μόνο η Ιστορία
αλλιώς σου μίλησε.
Σκυφτός στα καφενεία,
στους δρόμους σκεφτικός,
μα χθες μες στην πορεία
περνούσες γελαστός.
βάσανα και διωγμοί,
τώρα στη μαύρη αρρώστια
ανάξια πλερωμή.
Το δίκιο του αγώνα
πολλά σου στέρησε,
μα η ζωή λεχώνα
ελπίδες γέννησε.
Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή,
τ’ όνειρό σου ανασταίνω
και το κάθε σου "γιατί".
Ποτέ δε λες η μοίρα
πως σε αδίκησε,
μα μόνο η Ιστορία
αλλιώς σου μίλησε.
Σκυφτός στα καφενεία,
στους δρόμους σκεφτικός,
μα χθες μες στην πορεία
περνούσες γελαστός.
ΣΕΒΑΧ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι
γαλέρες έρχονται και πάνε
ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι
κι οι πειρατές μεθοκοπανε
στο καπηλειό το λιμανίσιο
Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ’ αγαπήσω
Σαρακηνοί και Βενετσάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι
ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη
το παλληκάρι τον αντάρτη
τον άντρακλα τον πελαγίσιο
Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ’ αγαπήσω
Κι εκεί στου μακελειού την άψη
δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω
και μα τον Άγιο Κωνσταντίνο
όλους τους ρίχνω μες στη χάψη
δεμένους με τα χέρια πίσω
Θάλασσα πικροθάλασσα
πώς να μη σ’ αγαπήσω;
ΣΤΙΧΟΙ: Λ. ΠΑΠΑΔΌΠΟΥΛΟς
Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
γαλέρες έρχονται και πάνε
ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι
κι οι πειρατές μεθοκοπανε
στο καπηλειό το λιμανίσιο
Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ’ αγαπήσω
Σαρακηνοί και Βενετσάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι
ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη
το παλληκάρι τον αντάρτη
τον άντρακλα τον πελαγίσιο
Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ’ αγαπήσω
Κι εκεί στου μακελειού την άψη
δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω
και μα τον Άγιο Κωνσταντίνο
όλους τους ρίχνω μες στη χάψη
δεμένους με τα χέρια πίσω
Θάλασσα πικροθάλασσα
πώς να μη σ’ αγαπήσω;
ΣΤΙΧΟΙ: Λ. ΠΑΠΑΔΌΠΟΥΛΟς
Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα. (δις)
Κι ό, τι πιο όμορφο,
Κι ό, τι πιο όμορφο θα θελα να σου πω,
Δε στο 'πα ακόμα, δε στο 'πα ακόμα.
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα. (δις)
Κι ό, τι πιο όμορφο,
Κι ό, τι πιο όμορφο θα θελα να σου πω,
Δε στο 'πα ακόμα, δε στο 'πα ακόμα.
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος
ΤΖΑΜΑΙΚΑ
ΣΤΙΧΟΙ:ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κάθε πρωί ποu κίvαγα vα πάω στη δουλειά
φεύγανε σαv πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα
Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά
Χρόvια στο μεροκάματο κοπίδι και σφυρί
έφτιαξα έvα σκαρί για το χατίρι σοu
σκάλισα στηv πρυμάτσα του γοργόvα θαλασσιά
κι έγιvα μια βραδιά καραβοκύρης σου
Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά
Κάθε πρωί ποu κίvαγα vα πάω στη δουλειά
φεύγανε σαv πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα
Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά
Χρόvια στο μεροκάματο κοπίδι και σφυρί
έφτιαξα έvα σκαρί για το χατίρι σοu
σκάλισα στηv πρυμάτσα του γοργόvα θαλασσιά
κι έγιvα μια βραδιά καραβοκύρης σου
Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά
Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Ένας μέρμηγκας κουφός με πήρε απ το χέρι
Είμαι λέει ο πιο σοφός σ’ ολόκληρο τ’ ασκέρι
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο δεν πεινάμε
Τα βολεύεις μια χαρά σπουδαίο μου μυρμήγκι
όμως πρόσεχε καλά τ’ ωραίο σου λαρύγγι
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο μα πεινάμε
Πριν προλάβω να του πω το σύστημα ν’ αλλάξει
πλάκωσε όλο το χωριό το μέρμηγκα να χάψει
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο μα πεινάμε,
εν δυο θα σε φάμε!
Είμαι λέει ο πιο σοφός σ’ ολόκληρο τ’ ασκέρι
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο δεν πεινάμε
Τα βολεύεις μια χαρά σπουδαίο μου μυρμήγκι
όμως πρόσεχε καλά τ’ ωραίο σου λαρύγγι
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο μα πεινάμε
Πριν προλάβω να του πω το σύστημα ν’ αλλάξει
πλάκωσε όλο το χωριό το μέρμηγκα να χάψει
Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο μα πεινάμε,
εν δυο θα σε φάμε!
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Του `παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις
Εκείνος δε μιλάει πολύ
του `ναι μεγάλη η στολή
του `ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες
Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονόνοτο και του `ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νώρις
και μίλαγε για λάθος
Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος
Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις
Εκείνος δε μιλάει πολύ
του `ναι μεγάλη η στολή
του `ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες
Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονόνοτο και του `ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νώρις
και μίλαγε για λάθος
Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος
Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ
Οι επιλογές μας από τραγούδια μουσικές και κείμενα του Μάνου Χατζηδάκι
Το Νησί Των Συναισθημάτων
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;», «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα» Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;» Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη»
Μάνος Χατζηδάκις
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;», «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα» Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;» Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη»
Μάνος Χατζηδάκις
ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Ο ΚΥΡ ΑΝΤΩΝΗΣ
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
με ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ.
Είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε μες τ' όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ' όνειρό του θέλησε πια να ζει.
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
με ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ.
Είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε μες τ' όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ' όνειρό του θέλησε πια να ζει.
ΚΕΜΑΛ
η αυθευντική εκτέλεση-ακούγεται ο ίδιος ο Χατζηδάκις
Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Στίχοι - Lyrics
Aπ’ το παράθυρό μου στέλνω
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά
Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά
Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με `χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ’ αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά
Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ
Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά
και μια χά , και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω
Όσο κι αν ψάξω...
Aπ’ το παράθυρό μου στέλνω
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά
Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά
Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με `χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ’ αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά
Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ
Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά
και μια χά , και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω
Όσο κι αν ψάξω...
ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ' αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι.
Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα 'ταν όλα αληθινά.
Δίχως τη δική σου αγάπη
γρήγορα περνά ο καιρός
δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.
Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα 'ταν όλα αληθινά.
κι άστρα χρυσά τ' αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι.
Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα 'ταν όλα αληθινά.
Δίχως τη δική σου αγάπη
γρήγορα περνά ο καιρός
δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.
Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα 'ταν όλα αληθινά.
Ησουν παιδί σαν τον Χριστό
ΟΔΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ (κάθε κήπος)
Κάθε κήπος έχει
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.
Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ' αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.
Δως μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ' την αρχή.
Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.
Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ' αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.
Δως μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ' την αρχή.
Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.