τραγούδια ,ποιήματα ,παρουσιάσεις για την 28η Οκτωβρίου
Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Ένα δέντρο που ανθίζει
μέσα στον κόσμο μόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του.
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Ένα χέρι που παγώνει
με το όπλο μόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Ένα δέντρο που ανθίζει
μέσα στον κόσμο μόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του.
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Ένα χέρι που παγώνει
με το όπλο μόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Μικρός Λαός
Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια
Πόσα χρόνια δίσεχτα
Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Μουσική:Μ.Θεοδωράκης
Στίχοι:Ο.Ελύτης
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα
Μουσική:Μ.Θεοδωράκης
Στίχοι:Ο.Ελύτης
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα
Γράμμα από το μέτωπο, 30 Οκτωβρίου 1940
Γράμμα από το μέτωπο, 30 Οκτωβρίου 1940,
Αγαπημένη μου, μεσ' το Καλπάκι σ' ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες
βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες
είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω.
Αχ, τί να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά,
γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...
Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά...
Μα να... Επίθεση αρχίζει πάλι, νομίζω πως σου τα 'πα όλα...
Τώρα είναι η στιγμή είναι πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα...
Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουν πολλά...
Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...
Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά
Αγαπημένη μου, μεσ' το Καλπάκι σ' ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες
βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες
είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω.
Αχ, τί να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά,
γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...
Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά...
Μα να... Επίθεση αρχίζει πάλι, νομίζω πως σου τα 'πα όλα...
Τώρα είναι η στιγμή είναι πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα...
Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουν πολλά...
Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...
Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά
Τι γύρευες στ' αλβανικό βουνό,
μονάκριβε νησιώτη;
Και λαβωμένο κλαίει το δειλινό
την ακριβή σου νιότη...
Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός,
στα μάτια του νυχτώνει.
Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός
κοιμάται μες στο χιόνι.
Τα χρόνια σου καπνός τα παιδικά,
ανάσα η εφηβεία.
Στον τοίχο - ματωμένα ιδανικά -
μετάλλια και βραβεία...
Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός,
στα μάτια του νυχτώνει.
Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός
κοιμάται μες στο χιόνι.
μονάκριβε νησιώτη;
Και λαβωμένο κλαίει το δειλινό
την ακριβή σου νιότη...
Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός,
στα μάτια του νυχτώνει.
Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός
κοιμάται μες στο χιόνι.
Τα χρόνια σου καπνός τα παιδικά,
ανάσα η εφηβεία.
Στον τοίχο - ματωμένα ιδανικά -
μετάλλια και βραβεία...
Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός,
στα μάτια του νυχτώνει.
Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός
κοιμάται μες στο χιόνι.
Μελαχρινέ Ναπολιτάνε
ο πόλεμος είναι φριχτός
εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο
μετά σε σκότωσε κι αυτός
Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός
να `ναι οι λαοί αδελφωμένοι
Μαύροι, λευκοί, ένας λαός
Εσύ στη Νάπολη μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δε θα καταφέρεις
πώς φτάσατε στο φονικό
ο πόλεμος είναι φριχτός
εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο
μετά σε σκότωσε κι αυτός
Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός
να `ναι οι λαοί αδελφωμένοι
Μαύροι, λευκοί, ένας λαός
Εσύ στη Νάπολη μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δε θα καταφέρεις
πώς φτάσατε στο φονικό
.. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα-
δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε-
το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ-
λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαι-
μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και
πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως...
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα-
δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε-
το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ-
λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαι-
μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και
πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως...